μεσίτης

μεσίτης
μεσῑτ-ης, ου, ,
A mediator, umpire, arbitrator, PLille28.11 (iii B. C.), Plb.28.17.8 (pl.), Ep.Gal.3.19, etc.;

τῶν ὁμολογιῶν D.S.4.54

;

θεοῦ καὶ ἀνθρώπων 1 Ep.Ti.2.5

; stakeholder, PStrassb.1.41.14 (iii A. D.).
2 fem. μεσῖτις, ιδος, fili/as mesi=tin tra/pezan paraqe/menoi Luc.Am.27; φιλίας μ. ἡδονή ib.54.
II in a middle position, of a limb, Gal.18(2).861.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • μεσίτης — (I) ο, θηλ. μεσίτρια και μεσίτρα (ΑM μεσίτης, Α θηλ. μεσῑτις, ιδος, Μ θηλ. μεσίτρια και μεσίτρα και μεσίτισσα) αυτός που παρεμβαίνει ή μεσολαβεί μεταξύ δύο προσώπων ή ομάδων με σκοπό τον συμβιβασμό, τη σύναψη συμφωνίας ή τη συμφιλίωση («διαταγεὶς …   Dictionary of Greek

  • μεσίτης — ο θηλ. ίτρ(ι)α ο επαγγελματίας που μεσολαβεί σε αγοραπωλησίες, ενοικιάσεις, συνοικέσια κτλ.: Μας έδειξε το σπίτι ο μεσίτης …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • μεσίτης — μεσί̱της , μεσίτης mediator masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μεσῖται — μεσίτης mediator masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τραπεζομεσίτης — ο, Ν μεσίτης τραπεζικών συναλλαγών και, κυρίως, συναλλάγματος. [ΕΤΥΜΟΛ. < τράπεζα + μεσίτης (πρβλ. κτηματο μεσίτης). Η λ. μαρτυρείται από το 1884 στο περιοδικό Ελληνικός Φιλολογικός Σύλλογος Κωνσταντινουπόλεως] …   Dictionary of Greek

  • δανειομεσίτης — ο ο μεσίτης, ο μεσολαβητής που αναλαμβάνει τη διαπραγμάτευση δανείων μεταξύ ιδιωτών. [ΕΤΥΜΟΛ. < δάνειο + μεσίτης. Η λ. μαρτυρείται από το 1888 στον Κλ. Τριαντάφυλλου] …   Dictionary of Greek

  • κτηματομεσίτης — ο μεσίτης αγοραπωλησίας ακίνητων κτημάτων, που αμείβεται για κάθε συναλλαγή η οποία γίνεται με τη μεσολάβησή του. [ΕΤΥΜΟΛ. < κτῆμα, ατος + μεσίτης. Η λ., στον τ. κτηματομεσῖται, μαρτυρείται από το 1891 στην εφημερίδα Εφημερίς] …   Dictionary of Greek

  • μεσιτεύω — και μεσιτεύγω και μισιτεύγω (ΑM μεσιτεύω) [μεσίτης] 1. ενεργώ ως μεσίτης, παρεμβαίνω ή μεσολαβώ μεταξύ δύο προσώπων ή ομάδων για να τούς συμβιβάσω, να τούς συμφιλιώσω ή για να συνάψουν συμφωνία 2. ενεργώ για σύναψη αγοραπωλησίας, μίσθωσης ή… …   Dictionary of Greek

  • μεσιτολογώ — μεσιτολογῶ, έω (Μ) (για την Παναγία) μιλώ ως μεσίτης. [ΕΤΥΜΟΛ. < μεσίτης + λογώ* μέσω ενός αμάρτυρου *μεσιτολόγος] …   Dictionary of Greek

  • ναυλομεσίτης — ο, θηλ. ναυλομεσίτρια, η ναυτ. μεσίτης που μεσολαβεί έναντι αμοιβής ανάμεσα στον πλοιοκτήτη και στον ναυλωτή για την πραγματοποίηση θαλάσσιας μεταφοράς. [ΕΤΥΜΟΛ. < ναύλα + μεσίτης. Η λ. μαρτυρείται από το 1888 στην εφημερίδα Εφημερίς] …   Dictionary of Greek

  • χρηματομεσίτης — ο, Ν 1. μεσίτης που προμηθεύει δάνεια 2. χρηματιστής. [ΕΤΥΜΟΛ. < χρήμα, χρήματος + μεσίτης. Η λ. μαρτυρείται από το 1892 στην εφημερίδα Εφημερίς] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”